κρεμάσεις

κρεμάσεις
κρέμασις
hanging up
fem nom/voc pl (attic epic)
κρέμασις
hanging up
fem nom/acc pl (attic)
κρεμάννυμι
hramjan
aor subj act 2nd sg (epic)
κρεμάννυμι
hramjan
fut ind act 2nd sg
κρεμά̱σεις , κρεμάω
hramjan
aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic)
κρεμά̱σεις , κρεμάω
hramjan
fut ind act 2nd sg (doric aeolic)
κρεμάζω
hramjan
aor subj act 2nd sg (epic)
κρεμάζω
hramjan
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρεμαστάρι — το (Α κρεμαστάριον) νεοελλ. 1. κρεμασμένο πράγμα 2. καρπός που κρεμιέται απ το ταβάνι για να διατηρηθεί 3. εξάρτημα από το οποίο κρεμιέται ένα αντικείμενο (α. «έπεσε ο πίνακας γιατί ξεκόλλησε το κρεμαστάρι του» β. μπορείς να κρεμάσεις την πετσέτα …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή …   Dictionary of Greek

  • άχωστος — η, ο 1. αυτός που δε σκεπάστηκε με χώμα, ο άταφος: Μερικοί νεκροί έμειναν άχωστοι. 2. αυτός που δεν εισχώρησε κάπου: Το καρφί είναι άχωστο και το κάδρο που θα κρεμάσεις βαρύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”